κερασφόρων

κερασφόρων
κεράσφορος
horned
masc/fem/neut gen pl
κερασφόρος
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …   Dictionary of Greek

  • οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • πολύκερως — ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει πολλά κέρατα 2. φρ. «πολύκερως φόνος» φόνος πολλών κερασφόρων ζώων («ἔνθ ἐσπεσὼν ἔκειρε πολύκερων φόνον κύκλῳ ῥαχίζων», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κερως (< κέρας*), πρβλ. μεγαλό κερως] …   Dictionary of Greek

  • στυρακόσαυρος — ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος κερασφόρων δεινοσαύρων, που ανήκει στην ομάδα των κερατόψιδων …   Dictionary of Greek

  • Ερ-ε-Λουάρ — (Eure et Loire). Νομός (5.880 τ. χλμ., 407.665 κάτ. το 2001) στο βόρειο τμήμα της Γαλλίας. Πρωτεύουσα του νομού είναι η πόλη Σαρτρ. Είναι εμπορικό και αγροτικό κέντρο στο οποίο καλλιεργούνται σιτάρι, ζαχαρότευτλα και φυτά για ζωοτροφές. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • Κορντοφάν ή Κουρντουφάν — (Kurdufun). Ιστορική γεωγραφική περιοχή του κεντρικού Σουδάν. Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την εκτροφή μεγάλων κερασφόρων ζώων, με ξηροκαλλιέργειες και ποτιστικές καλλιέργειες, με τις βαμβακοφυτείες, ενώ από την περιοχή εξάγεται αραβικό… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Φυσικής Ιστορίας και Παλαιοντολογικό Μουσείο Μυτιληνιών Σάμου — Το μουσείο λειτουργεί από το 1994 σε ένα νεόδμητο κτίριο που χτίστηκε με τη δωρεά του ιδρύματος Κωνσταντίνου και Μαρίας Ζημάλη για να στεγάσει κυρίως τη μεγάλη συλλογή των παλαιοντολογικών ευρημάτων της Σάμου. Η απολιθωμένη πανίδα του νησιού, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”